διάκονεμα

διάκονεμα
το см. διακονιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διάκονεμα" в других словарях:

  • διακόνεμα — το [διακονεύω] η διακονιά* …   Dictionary of Greek

  • διακόνεμα — το η διακονιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαιτεία — και επαιτία, η (AM ἐπαιτεία) [επαίτης] ζητιανιά, το να επαιτεί κάποιος, το διακόνεμα …   Dictionary of Greek

  • επαιτεία — η το να επαιτεί κανείς ή το να ζητιανεύει συστηματικά, η ζητιανιά, η διακονιά, το διακόνεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»