διάκονεμα
Смотреть что такое "διάκονεμα" в других словарях:
διακόνεμα — το [διακονεύω] η διακονιά* … Dictionary of Greek
διακόνεμα — το η διακονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαιτεία — και επαιτία, η (AM ἐπαιτεία) [επαίτης] ζητιανιά, το να επαιτεί κάποιος, το διακόνεμα … Dictionary of Greek
επαιτεία — η το να επαιτεί κανείς ή το να ζητιανεύει συστηματικά, η ζητιανιά, η διακονιά, το διακόνεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)